καταψυχω

καταψυχω
    καταψύχω
    κατα-ψύχω
    (ῡ) (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)
    1) охлаждать
    

(τέν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.)

    2) освежать
    

(τέν γλῶσσάν τινος NT.)

    3) иссушать
    

(χώρα ἄδενδρος καὴ κατεψυγμένη Plut.)

    4) перен. охлаждать, унимать
    

(πῆξαι καὴ καταψύξαι τινά Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καταψυχω" в других словарях:

  • καταψύχω — καταψύχω, κατέψυξα (σπάν. κατάψυξα) βλ. πίν. 31 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταψύχω — κατάψυχος opacus masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάψυχος opacus masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres subj act 1st sg καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… …   Dictionary of Greek

  • καταψύχω — υξα, ύχτηκα, καταψυγμένος, η, ο και κατεψυγμένος, η, ο, παγώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: Αγόρασε κατεψυγμένα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψυχέντα — καταψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl καταψύχω cool aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψῦχον — καταψύχω cool pres part act masc voc sg καταψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέψυχεν — καταψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) κατέψῡχεν , καταψύχω cool imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγυψώ — καταψυχῶ, όω (Α) επαλείφω με γύψο («καταγυψοῡν κεράμια», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • καταψυγεῖσαν — καταψύχω cool aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυγείσης — καταψύχω cool aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυγῆναι — καταψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»